- συνδετικός
- συνδετικόςbinding togethermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδετικός — ή, ό / συνδετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ο κατάλληλος για την παραπάνω σύνδεση (α. «συνδετικός ιστός» β. «νεῡρα συνδετικά», Γαλ.) 2. γραμμ. συμπλεκτικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
συνδετικός — ή, ό αυτός που συνδέει, που χρησιμεύει για σύνδεση: Το ρήμα «είμαι» ανήκει στα συνδετικά ρήματα. – Κόπηκε ο συνδετικός κρίκος που τους ένωνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι … Dictionary of Greek
συνδετικά — συνδετικός binding together neut nom/voc/acc pl συνδετικά̱ , συνδετικός binding together fem nom/voc/acc dual συνδετικά̱ , συνδετικός binding together fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδετικῶν — συνδετικός binding together fem gen pl συνδετικός binding together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδετικόν — συνδετικός binding together masc acc sg συνδετικός binding together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδετικαῖς — συνδετικός binding together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδετικαί — συνδετικός binding together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδετικοῖς — συνδετικός binding together masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)